- κυμάτωσις
- κυμάτωσις, ἡ (Α) [κυματώ]1. μεγάλος κυματισμός, κύμανση, σάλος κυμάτων2. μτφ. διακυμάνσεις, ταραχές ή δυσκολίες τής ζωής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυμάτωσις — flow fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυματώσει — κυμάτωσις flow fem nom/voc/acc dual (attic epic) κυματώσεϊ , κυμάτωσις flow fem dat sg (epic) κυμάτωσις flow fem dat sg (attic ionic) κῡματώσει , κυματόω cover with waves aor subj act 3rd sg (epic) κῡματώσει , κυματόω cover with waves fut ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυματώσεις — κυμάτωσις flow fem nom/voc pl (attic epic) κυμάτωσις flow fem nom/acc pl (attic) κῡματώσεις , κυματόω cover with waves aor subj act 2nd sg (epic) κῡματώσεις , κυματόω cover with waves fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυμάτωσιν — κυμάτωσις flow fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυματώσεως — κυματώσεω̆ς , κυμάτωσις flow fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)